- ποδαγρικός
- -ή, -όν, ΜΑ [ποδάγρα]1. αυτός που αναφέρεται στην ποδάγρα ή προέρχεται από ποδάγρα (α. «εἰ ποδαγρικῷ χρήσαιτο πάθει», Φίλωνβ. «νόσῳ ποδαγρικῇ καταπονηθείς», Διογ. Λαέρ.)2. αυτός χρησιμεύει για τη θεραπεία τής ποδάγρας («ποδαγρικὸν φάρμακον», Γαλ.) || (αρχ)1. το αρσ. ως ουσ. ο ποδαγρικόςεκείνος που πάσχει από ποδάγρα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποδαγρικάη ποδάγρα.
Dictionary of Greek. 2013.