ποδαγρικός

ποδαγρικός
-ή, -όν, ΜΑ [ποδάγρα]
1. αυτός που αναφέρεται στην ποδάγρα ή προέρχεται από ποδάγρα (α. «εἰ ποδαγρικῷ χρήσαιτο πάθει», Φίλων
β. «νόσῳ ποδαγρικῇ καταπονηθείς», Διογ. Λαέρ.)
2. αυτός χρησιμεύει για τη θεραπεία τής ποδάγρας («ποδαγρικὸν φάρμακον», Γαλ.) || (αρχ)
1. το αρσ. ως ουσ. ο ποδαγρικός
εκείνος που πάσχει από ποδάγρα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποδαγρικά
η ποδάγρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποδαγρικός — gouty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικά — ποδαγρικός gouty neut nom/voc/acc pl ποδαγρικά̱ , ποδαγρικός gouty fem nom/voc/acc dual ποδαγρικά̱ , ποδαγρικός gouty fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικῶν — ποδαγρικός gouty fem gen pl ποδαγρικός gouty masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικόν — ποδαγρικός gouty masc acc sg ποδαγρικός gouty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρόν — ποδαγρικός gouty masc/fem acc sg ποδαγρικός gouty neut nom/voc/acc sg ποδαγρός masc/fem acc sg ποδαγρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικαῖς — ποδαγρικός gouty fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικαί — ποδαγρικός gouty fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικοῖς — ποδαγρικός gouty masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικοῖσι — ποδαγρικός gouty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικοῖσιν — ποδαγρικός gouty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”